πελματιαίος

πελματιαίος
-α, -ο
ανατ. ο σχετικός με το πέλμα (α. «πελματιαία απονεύρωση» β. «πελματιαία αρτηρία» γ. «πελματιαίος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλμα, -ατος + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. νωτ-ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”